28.4.10

Γυάλινο Κλουβί



Πριν πολλά χρόνια υπήρχε ενα βασίλειο φτιαγμένο απο γυαλί. Οι τοίχοι, τα πατώματα, οι σκάλες, τα έπιπλα όλα ήταν απο γυαλί. Ακόμα και τα όνειρα των ανθρώπων και οι καρδιές τους.
Εξω απο το κρύο αυτο βασιλειο δίπλα στο ποτάμι μέσα στο δάσος ζούσε μια κοπέλα. Μια κοπέλα ασθενική με μακριά μαύρα μαλλιά, τα οποία ακουμπούσαν το χώμα, αγκαλιάζαν όλο της το κορμί και κρύβαν τα πρόσωπο της αφήνοντας να φαίνονται μονο τα έντονα μεγάλα πράσινα μάτια της. Το όνομα της Πεισινόη. Η Πεισινόη όταν τραγουδούσε έλαμπε. Γέμιζε ενέργεια απο τα δέντρα, το ποτάμι, τις πέτρες, τον ήλιο. Η φωνή της μαγική και απαλή σαν του αηδονιού συνόδευε τους ήχους της φύσης.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες η κοπέλα καθισμένη δίπλα στο ποτάμι τραγουδούσε και έπαιζε με το νερό που κυλούσε ανέμελη δίχως να γνωρίζει πως απο τα ανοιχτά παράθυρα του βασιλείου η φωνή της έφτανε σαν ενα ευχάριστο γαργαλητό στα αυτιά του βασιλιά. Το τραγούδι της καθε μέρα που περνούσε καθήλωνε ολο και περισσότερο τον βασιλιά στο παράθυρο που κοιτούσε το ποτάμι, έτσι αποφάσισε μια μέρα να καλέσει την κοπέλα να τραγουδήσει μονο για αυτον.
Έτσι κι εγινε. Η Πεισινόη με τη συνοδεία καποιων απο τους φρουρούς βρέθηκε σε μια μεγάλη αίθουσα με τραπέζια γεμάτη φαγητά και κόσμο όπου της ζητήθηκε απο τον ίδιο τον βασιλιά να τραγουδήσει κατι για εκείνον και τους καλεσμένους του.
Η κοπέλα δίχως να φέρει αντίρρηση άρχισε να τραγουδά. Τραγούδησε για τη ζωή. Η φωνή της παραμυθένια, μάγεψε το βασιλιά ο οποίος δάκρυσε στο ακουσμα του τραγουδιού της και νιώθοντας όμορφα και ευτυχισμένος για πρώτη φορά στη ζωή του θέλησε να την κρατήσει κοντά του. Έτσι της έφτιαξε ένα γυάλινο κλουβί στο κέντρο της αυλής ώστε να την ακούει σε όποιο μέρος του βασιλείου κι αν βρίσκεται. Για να μην αισθάνεται τύψεις πως σκλαβώνει ενα τέτοιο πλάσμα έκανε το κλουβί να ανοίγει απο την έξω μεριά πιστεύοντας πως κάποια μέρα θα ελευθερωθεί.
Η Πεισινόη τραγουδούσε διαρκώς μα δε φαινόταν να ειναι αρκετό για το βασιλιά και τους ανθρώπους του βασιλείου. Συνέχισε να τραγουδάει κάθε μέρα, όλη μέρα ελπίζοντας πως κάποιος θα ανοίξει το κλουβί και θα μπορέσει να γυρίσει στο αγαπημένο της ποτάμι. Πέρασαν 10 χρόνια μα κανείς δεν σταμάτησε ποτέ. Τα μάτια της είχαν χάσει τη λάμψη τους και η φωνή της είχε αρχίσει να εξασθενεί. Τα τραγούδια της γεμάτα θλίψη μιλούσαν για δυστυχία και πόνο. Καθισμένη στο γυάλινο κλουβί της αναπολούσε τις μέρες που έτρεχε στο δάσος και έβρεχε τα μαλλιά της στο ποτάμι. Που τα πουλιά και το θρόισμα των φύλλων συνοδεύαν το τραγούδι της. Θυμήθηκε πως είναι να είσαι ελεύθερος και να νιώθεις τον άνεμο να σου χαιδεύει το προσωπο. Εγκαταλελειμένη θρηνούσε για μια καλύτερη ζωή. Οι άνθρωποι του βασιλείου βουλιαγμένοι μέσα στην καλοπέραση τους δε βρήκαν λίγο χρόνο να ασχοληθούν μαζί της. Έμεινε ενα απομεινάρι της εποχής περιμένοντας να αφήσει την τελευταία πνοή του.
Ώσπου μια μέρα ενα παιδί, ενα μικρό κορίτσι στάθηκε μπροστά απο το κλουβί. Ενα κορίτσι χλωμό το οποίο δεν είχε μιλήσει ποτέ. Άγγιξε απαλά το πρόσωπο της Πεισινόης και άνοιξε την πόρτα του κλουβιού μα η Πεισινόη ήταν τόσο άδεια που είχε ξεχάσει πως να ανοίγει τα φτερά της. Το μικρό κορίτσι σήκωσε την Πεισινόη και την οδήγησε στο ποτάμι. Εκεί η Πεισινόη είδε για άλλη μια φορά τον ήλιο, ένιωσε ενα με τη φύση και έκλεισε τα μάτια της για πάντα. Όμως λίγο πρίν αφήσει την τελευταία της πνοή θέλοντας να ευχαριστήσει το κορίτσι της έδωσε το καλύτερο κομμάτι του εαυτού της. Απο εκείνη τη μέρα το μικρό κορίτσι απέκτησε μια ονειρεμένη φωνή μα γνώρισε επίσης τη θλίψη και τον πόνο που είχε μείνει χαραγμένη στις φωνητικές χορδές της Πεισινόης οι οποίες συνδέονταν πλέον με τη μικρή γυάλινη καρδιά του κοριτσιού η οποία πονούσε με κάθε νότα θλίψης.
Χρόνια αργότερα το μικρό κορίτσι μεγάλωσε και έγινε μια όμορφη κοπέλα. Ερωτεύτηκε ένα νέο και τα τραγούδια της γνώρισαν την χαρά και την ευτυχία. Μα ο νέος με την παγωμένη καρδιά του κορόιδεψε την κοπέλα και η αγάπη πέθανε. Τότε και η γυάλινη καρδιά της έσπασε και δε ξανα τραγούδησε ποτέ.

13.4.10

The Last Song

Κοιτάζω απο το παράθυρο τον κόσμο.
Εμένα στον καθρέφτη.
Τα χέρια μου αγγίζουν το πρόσωπο μου.
Χαϊδεύω το πρώτο ράγισμα.
Τα μάτια μου θαμπά, νεκρά, μάθαν να ζούν μέσα στο ψέμα.
Απλώνω τα χέρια. Κάνω να φτάσω τον ουρανό μα αρχίζει και συννεφιάζει.
Τρέχω..
Τρέχω να κρυφτώ...
Να κρυφτώ απο μένα.
Η καρδιά μου αρχίζει να καλύπτεται απο ένα μαύρο πέπλο, κουρελιασμένο κι αυτο.
Θρηνεί.
Πάγωσαν όλα μέσα.
Η μελωδία της ζωής μου ξεκούρδιστη πια προσπαθεί να παίξει τις τελευταίες νότες μα είναι πολύ ταλαιπωρημένη για να συνεχίσει.
Τρέχω..
Τρέχω...
Χάνω την ισορροπία μου.
Μένω ξαπλωμένη. Ακίνητη.
Περιμένω το σκοτάδι να απλωθεί παντού.
Να γίνω ένα μαζί του.
Ανοίγω τα χέρια μου λές και είναι φτερά.
Πιάνω μια χούφτα χώμα.
Τελευταίο δάκρυ.
Τελευταία ανάμνηση.. Ενα λουλούδι ανθίζει δίπλα μου.
Τελευταία πνοή.. και κάπου εδώ ξεκινάω να ζώ!

11.3.10

Καπνός

Κλειδωμένη ψυχή μέσα σε ένα δαχτυλίδι καπνού.
Πνίγεσαι. Νιώθεις την ελευθερία σου να σβήνει.
Πρέπει να αντιδράσεις όμως δε μπορείς.
'Εχεις μουδιάσει.

Το υγρό περνά στις φλέβες σου και το βλέπεις να σε κοιτά.
Ένα ειρωνικό χαμόγελο είναι η αμοιβή σου και συνεχίζει προς το βασανιστικό τέλος της ύπαρξης σου.

Ξεθωριασμένα πια τα μάτια σου παρακολουθούν.
Το δαχτυλίδι του καπνού διαλύθηκε μα παραμένεις ακίνητος γιατι το είναι σου έχει πεθάνει.

(Μην αφήσεις ποτε να σε πατήσουν κάτω. Θυμήσου ποιος είσαι!)

9.10.09

Συγχαρητήρια ανήκετε στην κοινωνία!

Είναι σκοτεινά εδώ που περπατάμε
σοκάκια γεμάτα βρωμιά και θανατηφόρες σκιές
που σε βάζουν στο περιθώριο επειδή δε ταιριάζεις με αυτούς.
Δε σε ξέρουν, σε νοιάζει;
ασχολείσαι λιγάκι.. ύστερα χάνεσαι μέσα στην ψευτιά τους
και γίνεσαι ενα μαζι τους.
Δε σε γνωρίζεις πια
αυτο θέλανε, το κατάφεραν
Συγχαρητήρια ανήκεται στην κοινωνία!

23.6.09

Λαός και Εξουσία

Οχι το παρακάτω δεν είναι κάποιο κείμενο του ΚΚΕ..μη σας μπερδεύει ο τίτλος. Είναι απλα κάποιες σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν διαβάζοντας ένα κομμάτι απο το 1984 του George Orwell.

Το γεγονός οτι παραθέτω αυτες τις σκέψεις δε σημαίνει οτι συμφωνώ με αυτές..απλα μου γεννήθηκαν και τις εκφράζω γραπτώς.

"Αγαπάμε αυτους που μας κυβερνάνε. Νιώθουμε δέος για αυτους. Μήπως για αυτο είναι τοσο δύσκολο να αποκολληθούμε απο αυτους; Μήπως για αυτο μας είναι δύσκολο να ζήσουμε ελεύθεροι; Μας πλασάρουν μια ελευθερία και τη δεχόμαστε. Όχι όλοι. Κάποιοι δε τη δέχονται αλλα αν αυτοι οι κάποιοι βρεθουνε προσωπο με προσωπο με αυτους που τοσο μισουνε και εναντιώνονται θα τους αγαπήσουν γιατι το άρχων πρόσωπο ειναι σαγηνευτικο, σε γεμίζει δέος και νομίζεις πως οτι σου λέει ειναι αληθινό. Σε κανει να είσαι ο τρελός ενω ξερεις οτι εισαι ο σώφρων. Σου μοιάζει τόσο δυνατο και σοφό το άρχων πρόσωπο που νιωθεις λίγος μπροστά του . Σε στύβει μέχρι να αδειάσεις ωστε να σε γεμίσει με τον εαυτο του. Να σε κανει πιστό αντίγραφο. Χωρίς μοναδικότητα δε μπορει να υπάρξει αντίδραση."

24.3.09

Σκέψεις

Γιατί διαλέγουμε να κλείνουμε τα μάτια;
Γιατι όταν ένας συνάνθρωπος θέλει βοήθεια φοβόμαστε να του την παρέχουμε;
Γιατί είμαστε τόσο εγωιστές;
Μας είπαν οτι είμαστε τα ανώτερα όντα στον πλανήτη γή και εμείς την "ψωνίσαμε". Είμαστε τόσο σίγουροι οτι είμαστε πιο έξυπνοι απο όλους κι ας μη γνωρίζουμε όλα τα πλάσματα στον πλανήτη.
Πόση εξυπνάδα χρειάζεται άραγε για να καταστρέψεις τη ζωή σε όλες τις μορφες της;
Για να σε μεταχειρίζονται χωρίς να το καταλαβαίνεις; Κι αν το καταλαβαίνεις απλα διαλέγεις να κλείσεις τα μάτια και να εμπιστευτείς τους καταστροφείς σου γιατι απλά βαριέσαι να σκεφτείς ή\και να αντιδράσεις.
Πολύ ανώτερο εκ μέρους μας. Γι΄αυτό μας αποκαλούν ανώτερα όντα; Εγώ μάλλον ηλίθια θα μας έλεγα.
Τι μένει στους λίγους μη καθησυχασμένους ανθρώπους να κάνουν για να αφυπνίσουν μια αδρανή κοινωνία;
Αν φωνάξει κάποιος Λύκος-Λύκος θα τον πιστέψει άραγε κανείς;

17.2.09

Εγκεφαλική Κακοποίηση


Σκοτάδι. Το μόνο φώς προέρχεται απο κάτι πυγολαμπίδες που μόλις ζευγάρωσαν και πετάνε ευτυχισμένες τα τελευταία λεπτά της ζωής τους.
Θάνατος. Το λιγοστό φώς χάθηκε με το θάνατο των πυγολαμπίδων. Μένει μόνο η μουντή λάμψη απο τον ξεσκισμένο ουρανό.
Πάω στο μπάνιο. Εκεί με περιμένει ενα πρόσωπο ταλαιπωρημένο. Κάθε ρυτίδα ενα σημάδι προδοσίας. Ακούγεται γυαλί να σπάει. Το παραμορφωμένο απο τον πόνο πρόσωπο δε με κοιτά πιά.
Πηγαίνοντας στην κουζίνα πατάω τα γυαλιά. Τα πόδια μου ματώνουν αλλα δε με νοιάζει. Η πληγή της καρδιάς είναι πιο βαθιά και το σχίσιμο της ψυχής πιο μεγάλο. Φτιάχνω καφέ και συνεχίζω να κοιτώ το παράθυρο περιμένοντας τη ζωή να περάσει.